- δούρατος
- δοῦρα, δούρατος: see δόρυ.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δούρατος — δόρυ stem neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… … Dictionary of Greek
πασαδούρος — ο ναυτ. κοινή ονομασία για κάθε σχοινί που βρίσκεται κάτω από τις σταυρωτές κεραίες ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσα + αρχ. δούρος «δοκάρι πλοίου» (πρβλ. δόρυ, δούρατος)] … Dictionary of Greek
ριζαδούρος — ο, Ν ναυτ. το παράξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + αρχ. δοῦρος «δοκάρι πλοίου» (δόρυ, δούρατος), πρβλ. πασα δούρος] … Dictionary of Greek
deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… … Proto-Indo-European etymological dictionary